Η ψηφιακή 3D τομοσύνθεση αποτελεί την κορυφαία εξέλιξη στον τομέα της ιατρικής για την έγκαιρη πρόληψη του καρκίνου του μαστού.
Επιπλέον όλων των πλεονεκτημάτων της ψηφιακής μαστογραφίας, με τη διαδικασία της τομοσύνθεσης είναι δυνατό να απεικονιστεί σε 3D μορφή το στήθος εξασφαλίζοντας υψηλότερη ανάλυση στις εικόνες και καθιστώντας την εξέταση ακόμα πιο αξιόπιστη.
Με την τεχνολογία της τομοσύνθεσης, (Digital Breast Tomosynthesis) ο μαστός απεικονίζεται με πολλαπλές λεπτές τομές του ενός χιλιοστού, στοιχείο που δεν επιτρέπει σε τίποτα να διαφύγει του ελέγχου. Με αυτόν τον τρόπο, η μαστογραφία αποδεικνύεται η πιο αξιόπιστη εξέταση για τη γυναίκα, ακόμα και στις περιπτώσεις πολύ πυκνών μαστών, οι οποίοι ‘’ευθύνονται’’ για το συχνό φαινόμενο της ψευδούς αρνητικής διάγνωσης σε πρώιμο στάδιο».
Παράλληλα, το μεγάλο πρόβλημα με την 2D μαστογραφία είναι ότι όταν πιέζεται ο μαστός κατά την εξέταση, τα διάφορα στοιχεία που περιέχει συμπιέζονται το ένα πάνω στο άλλο, με αποτέλεσμα καμιά φορά να διαφύγει, λόγω επικάλυψης κατά την εξέταση, κάποιο, ενδεχόμενα πολύ σημαντικό από αυτά.
Η όλη διαδικασία της ψηφιακής τομοσύνθεσης έχει πολύ χαμηλό επίπεδο ακτινοβολίας.
Πρόκειται για μία τρισδιάστατη τεχνολογία απεικόνισης του μαστού, που δίνει τη δυνατότητα λήψης εικόνων μεγάλης ευκρίνειας από διαφορετικές γωνίες σε μία και μόνο σάρωση. Οι εικόνες αυτές αναλύονται σε λεπτές τομές υψηλής ανάλυσης και όλες μαζί δημιουργούν την τρισδιάστατη απεικόνιση του στήθους.
Έτσι είναι σίγουρη η εξάλειψη προβλημάτων όπως επιπροβολές γειτονικών δομών ή θόρυβος και ο γιατρός είναι σε θέση να κάνει ακριβέστερη διάγνωση απ’ ό,τι με τις παραδοσιακές μεθόδους μαστογραφίας. Αναφορικά με την ίδια τη διαδικασία της ψηφιακής μαστογραφίας με τομοσύνθεση, αυτή παραμένει η ίδια όπως και στη συμβατική ψηφιακή, ενώ δεν υπάρχει επιπλέον έκθεση σε ακτινοβολία.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ιδιαίτερα σε πυκνούς μαστούς είναι συχνό το φαινόμενο της ψευδούς αρνητικής διάγνωσης ευρημάτων σε πρώιμο στάδιο, τα οποία διαγνώσκονται, αφού έχουν μεγαλώσει σε επόμενη εξέταση. Σε ό,τι αφορά λοιπόν τα ποσοστά ακρίβειας, στην απλή ψηφιακή είναι της τάξεως του 93-94% και στην ψηφιακή με τομοσύνθεση φτάνουν μέχρι και το 99%.